- μαυρομάτης, -α, -ικο
- 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια: Έγραψε ένα τραγούδι για μια μαυρομάτα.2. Μαυρομάτικα φασόλια, ποικιλία φασολιών που έχουν μαύρη κηλίδα, τα γυφτοφάσουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.